- ἐρίβρομος
- ἐρίβρομοςloud-shoutingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίβρομος — ἐρίβρομος, ον (Α) 1. αυτός που φωνάζει δυνατά («εἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.) 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.) 3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο)… … Dictionary of Greek
ἐρίβρομον — ἐρίβρομος loud shouting masc/fem acc sg ἐρίβρομος loud shouting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβρόμου — ἐρίβρομος loud shouting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβρόμους — ἐρίβρομος loud shouting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίβρομε — ἐρίβρομος loud shouting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίβρομοι — ἐρίβρομος loud shouting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FREMITUS — leoni proprius. Plin. l. 8. c. 16. Ubi saevit in viros, prius quam in feminas, fremit, Virg. Aen. l. 9. v. 341. l. 12. v. 8. Fremit ore cruento, Lucan. Civ. Bell. l. 1. v. 209. vasto et grave murmur hiatu Infremuit. Senec. in Oedipo, Act. 1.… … Hofmann J. Lexicon universale
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
εριβρεμής — ἐριβρεμής, ές (Α) βλ. ερίβρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρεμής (< βρέμω)] … Dictionary of Greek